πολύσπερμος — abounding in seed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσπερμον — πολύσπερμος abounding in seed masc/fem acc sg πολύσπερμος abounding in seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπερμόταται — πολύσπερμος abounding in seed fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπέρμοις — πολύσπερμος abounding in seed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπέρμοισιν — πολύσπερμος abounding in seed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπέρμων — πολύσπερμος abounding in seed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσπερμα — πολύσπερμος abounding in seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσπερμοι — πολύσπερμος abounding in seed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek